φαντάσματος

φαντάσματος
φάντασμα
apparition
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και …   Dictionary of Greek

  • αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • ονόκωλος — ὀνόκωλος, ον, θηλ. και ὀνοκώλη (ΑΜ, Μ θηλ. ὀνόκωλις) (ως προσωνυμία τού φαντάσματος τής Εμπούσης) αυτός που έχει πόδια όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κωλος (< κῶλον), πρβλ. αγκυλό κωλος] …   Dictionary of Greek

  • πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και …   Dictionary of Greek

  • σκιασμός — (I) ὁ, ΜΑ [σκιάζω (Ι)] το σκίασμα αρχ. 1. εμφάνιση φαντάσματος 2. κηλίδα, στίγμα που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια. (II) και σκιαγμός, ο, Ν [σκιάζω (II)] σκιάσμα, σκιάξιμο («που οχ το σκιασμό όλος ο λαός τ αμμάτια ντως κινούνε», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • στοιχειό — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …   Dictionary of Greek

  • υλοποίηση — η, Ν 1. η μετατροπή σε ύλη 2. πραγματοποίηση, εφαρμογή 3. (στον πνευματισμό) η μεταβολή τού ψυχικού ρευστού τού μεσάζοντα σε εκτόπλασμα, ο σχηματισμός κατά ένα πνευματικό πείραμα ενός φαντάσματος που έχει την εμφάνιση ζωντανού όντος 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • φάντασμα — Λέξη που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα φαίνομαι, γι’ αυτό και κατά τους αρχαίους χρόνους είχε την έννοια του οράματος ή της εικόνας. Στα νεότερα χρόνια σημαίνει την εμφάνιση νεκρών στους ζωντανούς, κατά τις λαϊκές δοξασίες. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”